αλλοφος

αλλοφος
    ἄλλοφος
    ἄ-λλοφος
    2
    без султана или гребня
    

(κυνέη Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αλλοφος" в других словарях:

  • ἄλλοφος — without a crest masc/fem nom sg (epic) ἄλοφος masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλόφως — ἄλλοφος without a crest adverbial (epic) ἄλλοφος without a crest masc/fem acc pl (epic doric) ἄλοφος adverbial (epic) ἄλοφος masc/fem acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοφον — ἄλλοφος without a crest masc/fem acc sg (epic) ἄλλοφος without a crest neut nom/voc/acc sg (epic) ἄλοφος masc/fem acc sg (epic) ἄλοφος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»